- ανάκαμα
- (I)το1. το ξαναζέσταμα τού φούρνου που κρύωσε ώστε να ψηθεί καλά το ψωμί2. τα κλαδιά ή τα φρύγανα, με τα οποία γίνεται το ξαναζέσταμα τού φούρνου3. ο καθαρισμός τής κυψέλης με φωτιά4. θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός, κουφόβραση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαίωπαράλληλος τ. τού ρ. ανακαύγω (< *ανακαύω), απ' όπου και ανάκαυμα. Πρβλ. ανεμόκαμα, λιόκαμα, νεφόκαμα, ουννεφόκαμα].————————(II)τοχωράφι σε ανώμαλο έδαφος, ακατάλληλο για αροτρίαση, αγρός που δεν τόν πιάνει το αλέτρι, αλλ. ανακαμωσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + -καμα < κάμνω. Πρβλ. ξέκαμα].
Dictionary of Greek. 2013.